- πρωτοκόλληση
- ηκαταχώριση εγγράφου στο πρωτόκολλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτοκόλληση — η, Ν [πρωτοκολλώ] η ενέργεια τού πρωτοκολλώ, η καταχώριση εγγράφου σε πρωτόκολλο … Dictionary of Greek
πρωτοκολλητής — ο, θηλ. πρωτοκολλήτρια, Ν υπάλληλος ασχολούμενος ειδικά με την πρωτοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek